- Ἀμβροσίᾳ
- Ἀμβροσίᾱͅ , Ἀμβροσίαimmortalityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμβροσία — ἀμβροσίᾱ , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc/acc dual ἀμβροσίᾱ , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱ , ἀμβροσία immortality fem nom/voc/acc dual ἀμβροσίᾱ , ἀμβροσία immortality fem nom/voc sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμβροσία — Ἀμβροσίᾱ , Ἀμβροσία immortality fem nom/voc/acc dual Ἀμβροσίᾱ , Ἀμβροσία immortality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβροσίᾳ — ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβρόσιος immortal fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβροσία immortality fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίαι , ἀμβροσίη fem nom/voc pl ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβροσίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβροσία — η 1. η τροφή των θεών κατά τη μυθολογία: Οι αρχαίοι θεοί έτρωγαν αμβροσία και έπιναν νέκταρ. 2. κάθε εύγευστο φαγητό: Το φαγητό που μας προσφέρατε ήταν αμβροσία. 3. καθαρτικό μύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… … Dictionary of Greek
ἀμβρόσια — ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβροσίας — ἀμβροσίᾱς , ἀμβρόσιος immortal fem acc pl ἀμβροσίᾱς , ἀμβρόσιος immortal fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσία immortality fem acc pl ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσίη fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβροσίαν — ἀμβροσίᾱν , ἀμβρόσιος immortal fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱν , ἀμβροσία immortality fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱν , ἀμβροσίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμβροσίας — Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem acc pl Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβρόσι' — ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc voc sg ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc/fem voc sg ἀμβρόσιαι , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc pl ἀμβρόσιαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)